- ξενοδόκος
- ξενοδόκοςone who receives strangersmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοδόκος — ξενοδόκος, ιων. και επικ. τ. ξεινοδόκος, ὁ (Α) 1. αυτός που δέχεται και περιποιείται τους ξένους 2. μάρτυρας σε δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μηλο δόκος] … Dictionary of Greek
Ξενοδόκος — one who receives strangers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενοδόκω — Ξενοδόκος one who receives strangers masc nom/voc/acc dual Ξενοδόκος one who receives strangers masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοδόκω — ξενοδόκος one who receives strangers masc nom/voc/acc dual ξενοδόκος one who receives strangers masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξενοδόκον — Ξενοδόκος one who receives strangers masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοδόκον — ξενοδόκος one who receives strangers masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιοξενοδόκος — ἰδιοξενοδόκος, ὁ (Α) εγγυητής αλλοδαπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ξενοδόκος «αυτός που δέχεται ξένους»] … Dictionary of Greek
ναυλοδόκος — και ναυλοδόχος, ὁ (Α) αυτός που εισπράττει ναύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦλος / ναῦλον + δόκος / δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόκος / δόχος] … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξεινοδόκος — ξεινοδόκος, ον (Α) (ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενοδόκος … Dictionary of Greek